↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουκαμβίλια οι βουκαμβίλιες
      γενική της βουκαμβίλιας
    αιτιατική τη βουκαμβίλια τις βουκαμβίλιες
     κλητική βουκαμβίλια βουκαμβίλιες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκαμβίλια < μπουκαμβίλια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   (λόγιο δάνειο) ιταλική buganvillea[1]
 

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vu.kaɱˈvi.li.a/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) συγκρίνετε με το μπουκαμβίλια
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐καμ‐βί‐λι‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουκαμβίλια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.