σελτές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σελτές | οι | σελτέδες |
γενική | του | σελτέ | των | σελτέδων |
αιτιατική | τον | σελτέ | τους | σελτέδες |
κλητική | σελτέ | σελτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σελτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική şilte < περσική چلته (çilta)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελτές αρσενικό
- το στρώμα του κρεβατιού
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελτές
→ δείτε τη λέξη στρώμα |