μαντζουράνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντζουράνα | οι | μαντζουράνες |
γενική | της | μαντζουράνας | — | |
αιτιατική | τη | μαντζουράνα | τις | μαντζουράνες |
κλητική | μαντζουράνα | μαντζουράνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαντζουράνα < ματζουράνα με ερρινοποίηση του < (άμεσο δάνειο) βενετική mazorana < πιθανόν μεσαιωνική λατινική majoranus / majoracus < λατινική amaracus / amaracum < αρχαία ελληνική ἀμάρακος / ἀμάρακοn, οπότε, πιθανό (αντιδάνειο) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /man.d͡zuˈɾa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαν‐τζου‐ρά‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντζουράνα θηλυκό
- (φυτό) αγγειόσπερμο δικότυλο πολυετές φυτό (origanum majorana) ανήκει στην τάξη Λαμιώδη και στην οικογένεια Χειλανθή· είναι συγγενικό φυτό με τη ρίγανη
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ματζουράνα
- Μαντζουράνα (όνομα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια: παροιμία που λέγεται όταν θεωρούμε τις απόψεις ή τα λόγια κάποιου παράλογα και ανόητα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαντζουράνα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ματζουράνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μαντζουράνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας