Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
marjoram marjorams

  Ετυμολογία επεξεργασία

marjoram < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική majorane < μεσαιωνική λατινική majorana → δείτε και τη  λατινική amaracus < αρχαία ελληνική ἀμάρακος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɑːd͡ʒ(ə)ɹəm/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

marjoram (en)

  Πηγές επεξεργασία