marjoram
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
marjoram | marjorams |
Ετυμολογία επεξεργασία
- marjoram < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική majorane < μεσαιωνική λατινική majorana → δείτε και τη λατινική amaracus < αρχαία ελληνική ἀμάρακος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmɑːd͡ʒ(ə)ɹəm/
Ουσιαστικό επεξεργασία
marjoram (en)
- (φυτό) η μαντζουράνα
Πηγές επεξεργασία
- marjoram - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- marjoram - Oxford Learner's Dictionaries