Μαντζουράνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαντζουράνα < μαντζουράνα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /man.d͡zuˈɾa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαν‐τζου‐ρά‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαντζουράνα θηλυκό
Δείτε επίσης : μαντζουράνα |
Μαντζουράνα θηλυκό