Δείτε επίσης: ὕσσωπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύσσωπος οι ύσσωποι
      γενική του υσσώπου
ύσσωπου
των υσσώπων
    αιτιατική τον ύσσωπο τους υσσώπους
     κλητική ύσσωπε ύσσωποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ύσσωπος (Hyssopus officinalis)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ύσσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕσσωπος < εβραϊκή אזוב (ezóv)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ύσσωπος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία