Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάπαρη οι κάπαρες
      γενική της κάπαρης
    αιτιατική την κάπαρη τις κάπαρες
     κλητική κάπαρη κάπαρες
Η αρχαία κάππαρις είχε γενική πληθυντικού καππάρεων.
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάπαρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάππαρις, γενική καππάρεως
 
Το φυτό κάπαρη.
 
Ένα μπολ με κάπαρη.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.pa.ɾi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάπαρη θηλυκό

  1. το φυτό Capparis spinosa
  2. το μπουμπούκι του φυτού κάπαρη, κν. το καπαρόκουμπο
  3. τα επεξεργασμένα καπαρόκουμπα σε μορφή τουρσιού

Εναλλακτική ορθογραφία επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία