κάπαρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάπαρη | οι | κάπαρες |
γενική | της | κάπαρης | — | |
αιτιατική | την | κάπαρη | τις | κάπαρες |
κλητική | κάπαρη | κάπαρες | ||
Η αρχαία κάππαρις είχε γενική πληθυντικού καππάρεων. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάπαρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάππαρις, γενική καππάρεως
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάπαρη θηλυκό
- το φυτό Capparis spinosa
- το μπουμπούκι του φυτού κάπαρη, κν. το καπαρόκουμπο
- τα επεξεργασμένα καπαρόκουμπα σε μορφή τουρσιού
Εναλλακτική ορθογραφία επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κάπαρη στη Βικιπαίδεια