Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καππαριά οι καππαριές
      γενική της καππαριάς των καππαριών
    αιτιατική την καππαριά τις καππαριές
     κλητική καππαριά καππαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καππαριά < αρχαία ελληνική κάππαρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καππαριά θηλυκό

  • το φυτό της κάπαρης
    ※  Τσιμπούσε ένα ένα τα πρώιμα άνθη μιας εύρωστης και λίαν ανεπτυγμένης καππαριάς. (Γ. Μακριδάκης, Αντί Στεφάνου, 2015)

  Μεταφράσεις επεξεργασία