Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
hyssop
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
hyssop
<
αρχαία ελληνική
ὕσσωπος
<
εβραϊκά
אזוב
(ezóv)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈhɪ.səp
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hyssop
(en)
(
φυτό
)
ύσσωπος