ὕσσωπος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὕσσωπος | αἱ | ὕσσωποι |
γενική | τῆς | ὑσσώπου | τῶν | ὑσσώπων |
δοτική | τῇ | ὑσσώπῳ | ταῖς | ὑσσώποις |
αιτιατική | τὴν | ὕσσωπον | τὰς | ὑσσώπους |
κλητική ὦ! | ὕσσωπε | ὕσσωποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑσσώπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑσσώποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὕσσωπος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή אזוב (ezóv)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὕσσωπος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) ύσσωπος (είδος αρωματικού φυτού)
- ※ ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι (Ψαλμοί του Δαυίδ, Ν, 9)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- το φυτό ὕσσωπος που αναφέρεται στη μετάφραση των εβδομήκοντα δεν είναι μάλλον το φυτό που αποδίδεται στα αγγλικά ως hyssop αλλά ως ezov ή ezob. Πρόκειται δηλαδή για βότανο συγγενές με τη ρίγανη ή το θυμάρι (za'atar, origanum syriacum / ὀρίγανον το συριακόν), ενώ έχει προταθεί και η συσχέτισή του με την κάπαρη
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ὕσσωπος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.