Δείτε επίσης: ἑβδομήκοντα, Ἑβδομήκοντα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εβδομήκοντα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα
για τους μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἱ Ἑβδομήκοντα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vðoˈmi.kon.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐βδο‐μή‐κο‐ντα

  Αριθμητικό

επεξεργασία

εβδομήκοντα (απόλυτο αριθμητικό) επίθετο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εβδομήντα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εβδομήκοντα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία