πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀρίγανον τὰ ὀρίγαν
      γενική τοῦ ὀριγάνου τῶν ὀριγάνων
      δοτική τῷ ὀριγάν τοῖς ὀριγάνοις
    αιτιατική τὸ ὀρίγανον τὰ ὀρίγαν
     κλητική ! ὀρίγανον ὀρίγαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀριγάνω
γεν-δοτ τοῖν  ὀριγάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρίγανον ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό που από τα φύλλα του και το άνθος της, η ρίγανη, χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική
      το δε ορίγανον μετά οίνου πινόμενον γάλα κατασπά και αδήκτους φυλάττει τους πίνοντας (Γαληνός, Περί ιοβόλων (De Venetaris Anibalibus))
  2. (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) άνθρωπος στρυφνός και δύστροπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία