κασκορσεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασκορσεδάκι | τα | κασκορσεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κασκορσεδάκι | τα | κασκορσεδάκια |
κλητική | κασκορσεδάκι | κασκορσεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κασκορσεδάκι < κασκορσές + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική cache-corset («αυτό που κρύβει, φοριέται πάνω από τον κορσέ»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασκορσεδάκι ουδέτερο