ρουμπινές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουμπινές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουμπινές αρσενικό
- συσκευή ρύθμισης εκροής υγρού, στρόφιγγα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρουμπινές
|
ρουμπινές αρσενικό
|