Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεφτές οι σεφτέδες
      γενική του σεφτέ των σεφτέδων
    αιτιατική τον σεφτέ τους σεφτέδες
     κλητική σεφτέ σεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική siftah < αραβική إستفتاح (istiftāh)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεφτές αρσενικό

  • Η πρώτη-πρώτη είσπραξη της ημέρας για τους επαγγελματίες.
    Δεν έχω κάνει ακόμα σεφτέ!

  Μεταφράσεις επεξεργασία