Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλακαλακούμπα < πλαστή λέξη σε ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του 1950

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Αλακαλακούμπα ουδέτερο άκλιτο
  • φανταστικός λατινοαμερικάνικος τόπος της ελληνικής επιθεώρησης, που έγινε πασίγνωστο τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα από το ομώνυμο εύθυμο τραγούδι του Γιώργου Οικονομίδη
    ※  στο Αλακαλακούμπα τρελαίνομαι για ρούμπα, ή εκεί είναι η σάμπα, εκεί και το καράμπα

Σημειώσεις επεξεργασία

Στην εισαγωγή το τραγούδι αναφέρει ότι πρόκειται για φανταστικό τόπο, και μη ρωτήσει κανείς που βρίσκεται αφού κανείς δεν ξέρει, παρά ταύτα ο στιχουργός αποκαλύπτει ότι πρόκειται για τόπο αέναου χορού με σάμπα και με ρούμπα, ακριβώς στο Αλακαλακούμπα