↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάμπα οι σάμπες
      γενική της σάμπας
    αιτιατική τη σάμπα τις σάμπες
     κλητική σάμπα σάμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συμμετέχοντες σε διαγωνισμό σάμπα του 2015

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάμπα < αγγλική samba < πορτογαλική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάμπα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία