ρούμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρούμπα | οι | ρούμπες |
γενική | της | ρούμπας | των | (ρουμπών) |
αιτιατική | τη | ρούμπα | τις | ρούμπες |
κλητική | ρούμπα | ρούμπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούμπα < αγγλική rumba < ισπανική rumba < rumbo < rombo < λατινική rhombus < αρχαία ελληνική ῥόμβος (αντιδάνειο) < ῥέμβω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρούμπα θηλυκό