σεμές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεμές | οι | σεμέδες |
γενική | του | σεμέ | των | σεμέδων |
αιτιατική | τον | σεμέ | τους | σεμέδες |
κλητική | σεμέ | σεμέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεμές αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό
- → δείτε τη λέξη σεμέν
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεμές
|