Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική piqué [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κέ

  Επίθετο επεξεργασία

πικέ άκλιτο

  • (ύφασμα) ύφασμα με βαθουλώματα και εξογκώματα σε μοτίβο
    Οι κουβέρτες είναι συχνά πικέ, πικεδένιες.
    άλλες μορφές: πικές (αρσενικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία