πικές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πικές | οι | πικέδες |
γενική | του | πικέ | των | πικέδων |
αιτιατική | τον | πικέ | τους | πικέδες |
κλητική | πικέ | πικέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πικές αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πικές
|