μπούσουλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπούσουλας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπούσουλας < μπούσουλα (θηλυκό) < ιταλική bussola < υστερολατινική buxida < αρχαία ελληνική πυξίς (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbu.su.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐σου‐λας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπούσουλας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η πυξίδα
- (μεταφορικά) αυτό που καθοδηγεί, που προσφέρει προσανατολισμό
Εκφράσεις επεξεργασία
- έχασα τον μπούσουλα: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ήξερα τι να κάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυξίδα
|
κάτι που καθοδηγεί
|