σέσουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέσουλα | οι | σέσουλες |
γενική | της | σέσουλας | — | |
αιτιατική | τη | σέσουλα | τις | σέσουλες |
κλητική | σέσουλα | σέσουλες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σέσουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sessola
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέσουλα θηλυκό
- μικρό φτυαράκι, πλαστικό ή μεταλλικό, που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στα καταστήματα εμπορίας ξηρών καρπών, καφεκοπτεία, αποθήκες μπαχαρικών, ζωοτροφών κ.λπ. και που παλιότερα συνηθιζόταν στα μπακάλικα στη πώληση οσπρίων, αλεύρων ζάχαρης κ.λπ. από τα διακινούμενα τότε χύμα σε τσουβάλια
- ※ γιατί τα πεντοχίλιαρα | δεν είναι πετσετάκια | να παίρνω με τη σέσουλα | να γράφω ραβασάκια.
- Τραγούδι «Τα πεντοχίλιαρα», στίχοι-μουσική: Γιάννης Καραλής, ερμνηνεία: Γλυκερία, 1985.
- ※ γιατί τα πεντοχίλιαρα | δεν είναι πετσετάκια | να παίρνω με τη σέσουλα | να γράφω ραβασάκια.