↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέσουλα οι σέσουλες
      γενική της σέσουλας
    αιτιατική τη σέσουλα τις σέσουλες
     κλητική σέσουλα σέσουλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σέσουλα
 
σέσουλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σέσουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sessola

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέσουλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία