Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέσουλα οι σέσουλες
      γενική της σέσουλας
    αιτιατική τη σέσουλα τις σέσουλες
     κλητική σέσουλα σέσουλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέσουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sessola

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέσουλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία