μπιντές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπιντές | οι | μπιντέδες |
γενική | του | μπιντέ | των | μπιντέδων |
αιτιατική | τον | μπιντέ | τους | μπιντέδες |
κλητική | μπιντέ | μπιντέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπιντές < (άμεσο δάνειο) γαλλική bidet < παλαιά γαλλικά bidet (μικρό άλογο)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπιντές αρσενικό
- υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή
- ※ Ἔβαλα πλακάκια πανάκριβα ποὺ σχημάτιζαν ἕνα παράξενο σύνολο μὲ παραστάσεις διάφορες ἔτσι ποὺ νὰ νιώθω εὐχάριστα σὲ τοῦτο τὸ χῶρο, ὅλα τ' ἀπαραίτητα εἴδη ὑγιεινῆς, φυσικὰ καὶ μπιντέ. (Μάριος Χάκκας, «Ὁ μπιντές», Ὁ μπιντὲς καὶ ἄλλες ἱστορίες, Αθήνα 1970)