σμέρνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμέρνα | οι | σμέρνες |
γενική | της | σμέρνας | των | σμερνών |
αιτιατική | τη | σμέρνα | τις | σμέρνες |
κλητική | σμέρνα | σμέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμέρνα < αρχαία ελληνική σμύραινα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzmeɾ.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμέρ‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμέρνα θηλυκό
- (Muraena helena) σαρκοφάγο ψάρι με οφιοειδές σώμα χωρίς λέπια, άνω σιαγόνα που προεξέχει και δηλητηριώδεις αδένες στο στόμα της
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σμέρνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σμέρνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σμέρνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)