Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουκέτα οι ρουκέτες
      γενική της ρουκέτας των ρουκετών
    αιτιατική τη ρουκέτα τις ρουκέτες
     κλητική ρουκέτα ρουκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική rocheta με τροπή [o] > [u] λόγω της παρουσίας του [κ][1] υποκοριστικό του rocca (ηλακάτη, ρόκα)[2]. Δείτε και την ιταλική rocchetta.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾuˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐κέ‐τα
παρώνυμο: ρακέτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρουκέτα θηλυκό

  1. είδος πυροτεχνήματος σε σχήμα μικρού πυραύλου
    Διοικητής Τμήματος αποφάσισε να συλλάβει μετά από καταγγελία πέντε νεαρούς, που έκαναν ό,τι εδώ και μήνες οι περισσότεροι Βρονταδούσοι, ρουκέτες... Βέβαια, οι συγκεκριμένες που κατασχέθηκαν αποδείχθηκαν τζούφιες, αφού δεν είχαν φιτίλι, ρουκετόξυλα και μπορεί να είναι και άδειες ή προπέρσινες... (από την ημερήσια εφημερίδα της Χίου "Η Αλήθεια", 4-4-2009)
  2. όπλο μεσαίου βεληνεκούς σε σχήμα μικρού πυραύλου που εκτοξεύεται από ειδικό όπλο (ρουκετοβόλο)
  3. (μεταφορικά) απρόσμενη δήλωση που αναμένεται να προκαλέσει θόρυβο
  4. (μεταφορικά) εμετός βρέφους που εκτοξεύεται με δύναμη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ρουκέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.