Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
roquette roquettes

roquette (fr) θηλυκό

  1. η ρουκέτα
  2. η ρόκα (φυτό)