Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλειπτικός η απαλειπτική το απαλειπτικό
      γενική του απαλειπτικού της απαλειπτικής του απαλειπτικού
    αιτιατική τον απαλειπτικό την απαλειπτική το απαλειπτικό
     κλητική απαλειπτικέ απαλειπτική απαλειπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλειπτικοί οι απαλειπτικές τα απαλειπτικά
      γενική των απαλειπτικών των απαλειπτικών των απαλειπτικών
    αιτιατική τους απαλειπτικούς τις απαλειπτικές τα απαλειπτικά
     κλητική απαλειπτικοί απαλειπτικές απαλειπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαλειπτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀπαλειπτικός[1] < ελληνιστική κοινή ἀπάλειψις, + τικός < αρχαία ελληνική ἀπαλείφω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

απαλειπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «ἀπαλειπτικός» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .