Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύγνεφο τα σύγνεφα
      γενική του σύγνεφου των σύγνεφων
    αιτιατική το σύγνεφο τα σύγνεφα
     κλητική σύγνεφο σύγνεφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγνεφο < μεσαιωνική ελληνική σύγνεφο < σύννεφο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγνεφο ουδέτερο

  • ποιητική, κυρίως, μορφή της λέξης: σύννεφο

  Μεταφράσεις επεξεργασία