Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδιάλεγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αποδιάλεγμα
τα
αποδιαλέγμα
τ
α
γενική
του
αποδιαλέγμα
τ
ος
των
αποδιαλεγμά
τ
ων
αιτιατική
το
αποδιάλεγμα
τα
αποδιαλέγμα
τ
α
κλητική
αποδιάλεγμα
αποδιαλέγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδιάλεγμα
<
αποδιαλέγω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποδιάλεγμα
ουδέτερο
ξεδιάλεγμα
δεύτερης
ποιότητας
πράγμα
,
απομεινάρι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αποδιαλέγια
αποδιαλεγούδι
αποδιαλέγουρο
αποδιαλόγια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεύτερης ποιότητας πράγμα
αγγλικά
:
left-over
(en)
γαλλικά
:
restes
(fr)
(
πληθυντικός
)