αποδιαλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδιαλέγω < μεσαιωνική ελληνική αποδιαλέγω < απο- + διαλέγω
Ρήμα
επεξεργασίααποδιαλέγω (παθητική φωνή: αποδιαλέγομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποδιαλέγια
- αποδιάλεγμα
- αποδιαλεγούδι
- αποδιαλέγουρο
- αποδιαλόγια
- αποδιαλεγμένος
- → δείτε τις λέξεις από, διαλέγω, διά και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδιαλέγω
|