Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδιαλεγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδιαλεγμέν
ος
η
αποδιαλεγμέν
η
το
αποδιαλεγμέν
ο
γενική
του
αποδιαλεγμέν
ου
της
αποδιαλεγμέν
ης
του
αποδιαλεγμέν
ου
αιτιατική
τον
αποδιαλεγμέν
ο
την
αποδιαλεγμέν
η
το
αποδιαλεγμέν
ο
κλητική
αποδιαλεγμέν
ε
αποδιαλεγμέν
η
αποδιαλεγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδιαλεγμέν
οι
οι
αποδιαλεγμέν
ες
τα
αποδιαλεγμέν
α
γενική
των
αποδιαλεγμέν
ων
των
αποδιαλεγμέν
ων
των
αποδιαλεγμέν
ων
αιτιατική
τους
αποδιαλεγμέν
ους
τις
αποδιαλεγμέν
ες
τα
αποδιαλεγμέν
α
κλητική
αποδιαλεγμέν
οι
αποδιαλεγμέν
ες
αποδιαλεγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποδιαλεγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποδιαλέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδιαλεγμένος