αποδιαλέγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποδιαλέγια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | αποδιαλέγια | ||
κλητική | αποδιαλέγια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποδιαλέγια < *αποδιαλέγι < αποδιαλέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποδιαλέγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- δεύτερης ποιότητας πράγματα, απομεινάρια
- ※ Αν όλες οι ποσότητες που στάλθηκαν, φτάνανε στον προορισμό τους, δε θα 'μενε φαντάρος που να μην πνιγεί στα μάλλινα. Κι όμως... Σαν ήρθανε τέτοια πλεκτά στο λόχο, όλοι είπανε καλύτερα να μην ερχόνταν. Καβγάδες μόνον άναψαν ποιος να τα πρωτοπάρει τα λιγοστά πουλόβερ και τσουράπια. Καμιά δεκαριά φαντάροι στη διμοιρία μου πήραν άλλος φανέλλα, άλλος πουλόβερ, άλλος τσουράπια, άλλος γάντια. Ήταν όλα δεύτερο και τρίτο πράμα, αποδιαλέγια, τα καλά δεν πρόλαβαν να πάρουν τον ανήφορο, πολλές οι σκάλες, πολλά τα ξαφρίσματα. (@gak.eyv.sch.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδιαλέγια
|