αποδιαλεγούδι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποδιαλεγούδι | τα | αποδιαλεγούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αποδιαλεγούδι | τα | αποδιαλεγούδια |
κλητική | αποδιαλεγούδι | αποδιαλεγούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποδιαλεγούδι < αποδιαλέγω + -ούδι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποδιαλεγούδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αποδιάλεγμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
|