ξεδιάλεγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεδιάλεγμα < ξεδιαλέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεδιάλεγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ξεδιαλέγω, η επιλογή από ένα σύνολο των στοιχείων που έχουν μια κοινή ιδιότητα, συνήθως των καλύτερων ή των χειρότερων στοιχείων του
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεδιάλεγμα
|