Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεδιάλεγμα τα ξεδιαλέγματα
      γενική του ξεδιαλέγματος των ξεδιαλεγμάτων
    αιτιατική το ξεδιάλεγμα τα ξεδιαλέγματα
     κλητική ξεδιάλεγμα ξεδιαλέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιάλεγμα < ξεδιαλέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεδιάλεγμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του ξεδιαλέγω, η επιλογή από ένα σύνολο των στοιχείων που έχουν μια κοινή ιδιότητα, συνήθως των καλύτερων ή των χειρότερων στοιχείων του

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία