Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμποτες < άμποτε (αναλογικά με τα χθες, κάποτες κλπ.) < αν ποτέ

  Επιφώνημα επεξεργασία

άμποτες