κεσές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεσές | οι | κεσέδες |
γενική | του | κεσέ | των | κεσέδων |
αιτιατική | τον | κεσέ | τους | κεσέδες |
κλητική | κεσέ | κεσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακεσές αρσενικό
- πήλινο στρογγυλό αβαθές δοχείο που χρησιμοποιείται για το πήξιμο του γιαουρτιού
- ※ Πιο κει ένας κεσές γιαούρτι χυμένος καταμεσής στην άσφαλτο (Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, 1987 [μυθιστόρημα] @books.google)
- (γενικότερα) κάθε στρογυλλό πήλινο, γυάλινο ή πλαστικό δοχείο, χωρίς μεγάλο βάθος, που χρησιμοποιείται για συσκευασία πηγμένων προϊόντων
- ※ κάποιος κεσές κυδώνι μπελτέ «νά γλυκαίνη τό παιδί τό στόμα του κάθε πρωί» ! (Ανθολογία Ελληνικής Γραμματείας, 1970, σελ. 451 @books.google)
- ※ Μετά τήν στέψιν απέρχονται δλοι εϊς τήν οίκίαν τοϋ γαμβροϋ ή τής νύμφης, δπου προσφέρονται εις τους νεόνυμφους, παρά των οικείων, δοχεΐον ύάλινον (κεσές), πλήρες γλυκοϋ μετά γαλέτας (Θρακικά, Τριμηναίον Επσιτημονικόν Σύγγραμμα... 1944)
- (συνεκδοχικά) ποσότητα που περιέχεται σε τέτοιο δοχείο.[3]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεσές
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κεσές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)