↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεσές οι κεσέδες
      γενική του κεσέ των κεσέδων
    αιτιατική τον κεσέ τους κεσέδες
     κλητική κεσέ κεσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kese (μικρός σάκος, σακούλι)[1] < περσική كاسه (kise) [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεσές αρσενικό

  1. πήλινο στρογγυλό αβαθές δοχείο που χρησιμοποιείται για το πήξιμο του γιαουρτιού
    ※  Πιο κει ένας κεσές γιαούρτι χυμένος καταμεσής στην άσφαλτο (Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, 1987 [μυθιστόρημα] @books.google)
  2. (γενικότερα) κάθε στρογυλλό πήλινο, γυάλινο ή πλαστικό δοχείο, χωρίς μεγάλο βάθος, που χρησιμοποιείται για συσκευασία πηγμένων προϊόντων
    ※  κάποιος κεσές κυδώνι μπελτέ «νά γλυκαίνη τό παιδί τό στόμα του κάθε πρωί» ! (Ανθολογία Ελληνικής Γραμματείας, 1970, σελ. 451 @books.google)
    ※  Μετά τήν στέψιν απέρχονται δλοι εϊς τήν οίκίαν τοϋ γαμβροϋ ή τής νύμφης, δπου προσφέρονται εις τους νεόνυμφους, παρά των οικείων, δοχεΐον ύάλινον (κεσές), πλήρες γλυκοϋ μετά γαλέτας (Θρακικά, Τριμηναίον Επσιτημονικόν Σύγγραμμα... 1944)
  3. (συνεκδοχικά) ποσότητα που περιέχεται σε τέτοιο δοχείο.[3]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κεσές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)