κουβάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουβάς | οι | κουβάδες |
γενική | του | κουβά | των | κουβάδων |
αιτιατική | τον | κουβά | τους | κουβάδες |
κλητική | κουβά | κουβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουβάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβάς < οθωμανική τουρκική قوغه (koğa, kova) (τουρκικά kova) + -ς [1] < πρωτοτουρκική *kobga [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈvas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβάς αρσενικό
- κάδος για μεταφορά υγρών, συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο
- (μετωνυμία) το περιεχόμενο του κάδου
- ⮡ Έχυσε κατά λάθος όλο τον κουβά.
- (μετωνυμία) το περιεχόμενο του κάδου
- πρόχειρη μονάδα μέτρησης όγκου
- ⮡ Χρειαζόμαστε τρεις κουβάδες νερό.
- (μειωτικό) το μικρό αυτοκίνητο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κουβάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβάς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουβάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ قوغه (Ottoman Turkish) στο αγγλικό Βικιλεξικό