κουβαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουβαδάκι | τα | κουβαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουβαδάκι | τα | κουβαδάκια |
κλητική | κουβαδάκι | κουβαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουβαδάκι < υποκοριστικό του κουβάς (θέμα πληθυντικού κουβαδ- + άκι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουβαδάκι ουδέτερο
- μικρός κουβάς, κυρίως παιδικό παιχνίδι
- το περιεχόμενο ενός μικρού κουβά.