Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουβαδάκι τα κουβαδάκια
      γενική
    αιτιατική το κουβαδάκι τα κουβαδάκια
     κλητική κουβαδάκι κουβαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουβαδάκι < υποκοριστικό του κουβάς (θέμα πληθυντικού κουβαδ- + άκι)
 
παιδικό κουβαδάκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουβαδάκι ουδέτερο

  1. μικρός κουβάς, κυρίως παιδικό παιχνίδι
  2. το περιεχόμενο ενός μικρού κουβά.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • το κουβαδάκι σου και σε άλλη παραλία (πάρε το κουβαδάκι σου και άντε σε άλλη παραλία να παίξεις): δεν σε θέλουμε εδώ, μπρος, δρόμο