sitelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sitelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sitelo | siteloj |
αιτιατική | sitelon | sitelojn |
sitelo (eo)
- ο κουβάς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sitelo | siteloj |
αιτιατική | sitelon | sitelojn |
sitelo (eo)