kova
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kova < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قوغه (koğa, kova) < πρωτοτουρκική *kobga [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
kova (tr)
- ο κουβάς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ قوغه (Ottoman Turkish) στο αγγλικό Βικιλεξικό