στουκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στουκάρω < στούκας
Ρήμα
επεξεργασίαστουκάρω
- συγκρούομαι (εννοείται συχνά ως οδηγός κινούμενου οχήματος αλλά όχι απαραίτητα) με κάποιο αντικείμενο με τρομερή ορμή
- πήγε και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στουκάρω
|