Ετυμολογία

επεξεργασία
στουκάρω < στούκας

στουκάρω

  • συγκρούομαι (εννοείται συχνά ως οδηγός κινούμενου οχήματος αλλά όχι απαραίτητα) με κάποιο αντικείμενο με τρομερή ορμή
    πήγε και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία