μουχλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουχλιάζω < μεσαιωνική ελληνική μοχλιάζω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμουχλιάζω
- (για αντικείμενα ή επιφάνειες) πιάνω μούχλα
- το ψωμί μούχλιασε, θα το πετάξω
- (μεταφορικά) περιέρχομαι σε κατάσταση απόλυτης αδράνειας
- μούχλιασα τόσο καιρό κλεισμένος μέσα στο σπίτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουχλιάζω | μούχλιαζα | θα μουχλιάζω | να μουχλιάζω | μουχλιάζοντας | |
β' ενικ. | μουχλιάζεις | μούχλιαζες | θα μουχλιάζεις | να μουχλιάζεις | μούχλιαζε | |
γ' ενικ. | μουχλιάζει | μούχλιαζε | θα μουχλιάζει | να μουχλιάζει | ||
α' πληθ. | μουχλιάζουμε | μουχλιάζαμε | θα μουχλιάζουμε | να μουχλιάζουμε | ||
β' πληθ. | μουχλιάζετε | μουχλιάζατε | θα μουχλιάζετε | να μουχλιάζετε | μουχλιάζετε | |
γ' πληθ. | μουχλιάζουν(ε) | μούχλιαζαν μουχλιάζαν(ε) |
θα μουχλιάζουν(ε) | να μουχλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μούχλιασα | θα μουχλιάσω | να μουχλιάσω | μουχλιάσει | ||
β' ενικ. | μούχλιασες | θα μουχλιάσεις | να μουχλιάσεις | μούχλιασε | ||
γ' ενικ. | μούχλιασε | θα μουχλιάσει | να μουχλιάσει | |||
α' πληθ. | μουχλιάσαμε | θα μουχλιάσουμε | να μουχλιάσουμε | |||
β' πληθ. | μουχλιάσατε | θα μουχλιάσετε | να μουχλιάσετε | μουχλιάστε | ||
γ' πληθ. | μούχλιασαν μουχλιάσαν(ε) |
θα μουχλιάσουν(ε) | να μουχλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουχλιάσει | είχα μουχλιάσει | θα έχω μουχλιάσει | να έχω μουχλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουχλιάσει | είχες μουχλιάσει | θα έχεις μουχλιάσει | να έχεις μουχλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουχλιάσει | είχε μουχλιάσει | θα έχει μουχλιάσει | να έχει μουχλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουχλιάσει | είχαμε μουχλιάσει | θα έχουμε μουχλιάσει | να έχουμε μουχλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουχλιάσει | είχατε μουχλιάσει | θα έχετε μουχλιάσει | να έχετε μουχλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουχλιάσει | είχαν μουχλιάσει | θα έχουν μουχλιάσει | να έχουν μουχλιάσει |
|