Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούχλα οι μούχλες
      γενική της μούχλας
    αιτιατική τη μούχλα τις μούχλες
     κλητική μούχλα μούχλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μούχλα < μεσαιωνική ελληνική μοχλιάζω < (ελληνιστική κοινή) ὀμίχλα < αρχαία ελληνική ὀμίχλη
 
μανταρίνια που έπιασαν μούχλα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μούχλα θηλυκό

  1. κοινή ονομασία για πολλά είδη μυκήτων που αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση και έχουν μια χαρακτηριστική μυρουδιά
  2. το πρασινωπό ή ασπριδερό στρώμα που εμφανίζεται σε διάφορα μέρη και αποτελείται από διάφορα είδη μούχλας (1)
  3. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός προσώπου που είναι νωχελικός, που αδρανεί γενικά, που βαριέται
  4. (μεταφορικά) αναχρονιστική κατάσταση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία