μούχλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούχλα | οι | μούχλες |
γενική | της | μούχλας | — | |
αιτιατική | τη | μούχλα | τις | μούχλες |
κλητική | μούχλα | μούχλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μούχλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *(ἀ)μοῦχλα < *μόχλα με ἀ- προθεματικό[1] και [u] > [o] όπως και τα μοχλιάζω - μουχλιάζω < ἀμούχλη[2] < ελληνιστική κοινή ὀμίχλα < αρχαία ελληνική ὀμίχλη / ὁμίχλη[3]
- (Σχόλια για σύνδεση με την αραμαϊκή γλώσσα και τη μέση αρμενική: μούχλα στο αγγλικό Βικιλεξικό.)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmu.xla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐χλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούχλα θηλυκό
- κοινή ονομασία για πολλά είδη μυκήτων που αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση και έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά
- το πρασινωπό ή ασπριδερό στρώμα που εμφανίζεται σε διάφορα μέρη και αποτελείται από διάφορα είδη μυκήτων μούχλας
- (μεταφορικά, για πρόσωπα) νωχελικός, που αδρανεί γενικά, που βαριέται
- άλλες μορφές: μούχλας (αρσενικό), μούχλα (θηλυκό)
- (μεταφορικά) αναχρονιστική κατάσταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μούχλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ἀμούχλη - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ μούχλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας