μούχλα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούχλα | οι | μούχλες |
γενική | της | μούχλας | — | |
αιτιατική | τη | μούχλα | τις | μούχλες |
κλητική | μούχλα | μούχλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μούχλα < μεσαιωνική ελληνική μοχλιάζω < (ελληνιστική κοινή) ὀμίχλα < αρχαία ελληνική ὀμίχλη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μούχλα θηλυκό
- κοινή ονομασία για πολλά είδη μυκήτων που αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση και έχουν μια χαρακτηριστική μυρουδιά
- το πρασινωπό ή ασπριδερό στρώμα που εμφανίζεται σε διάφορα μέρη και αποτελείται από διάφορα είδη μούχλας (1)
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός προσώπου που είναι νωχελικός, που αδρανεί γενικά, που βαριέται
- (μεταφορικά) αναχρονιστική κατάσταση