ξεμούχλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεμούχλιασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμούχλιασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της μούχλας από κάτι
- (μεταφορικά) η αναζωογόνηση, η επάνοδος της ζωντάνιας (ανθρώπου, αντικειμένου)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμούχλιασμα
|