ξεμουχλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμουχλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξεμουχλιάζω
- (μεταβατικό) αφαιρώ τη μούχλα από κάτι
- (μεταφορικά) αναζωογονούμαι, ξαναβρίσκω τη ζωντάνια μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμουχλιάζω | ξεμούχλιαζα | θα ξεμουχλιάζω | να ξεμουχλιάζω | ξεμουχλιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεμουχλιάζεις | ξεμούχλιαζες | θα ξεμουχλιάζεις | να ξεμουχλιάζεις | ξεμούχλιαζε | |
γ' ενικ. | ξεμουχλιάζει | ξεμούχλιαζε | θα ξεμουχλιάζει | να ξεμουχλιάζει | ||
α' πληθ. | ξεμουχλιάζουμε | ξεμουχλιάζαμε | θα ξεμουχλιάζουμε | να ξεμουχλιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμουχλιάζετε | ξεμουχλιάζατε | θα ξεμουχλιάζετε | να ξεμουχλιάζετε | ξεμουχλιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεμουχλιάζουν(ε) | ξεμούχλιαζαν ξεμουχλιάζαν(ε) |
θα ξεμουχλιάζουν(ε) | να ξεμουχλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμούχλιασα | θα ξεμουχλιάσω | να ξεμουχλιάσω | ξεμουχλιάσει | ||
β' ενικ. | ξεμούχλιασες | θα ξεμουχλιάσεις | να ξεμουχλιάσεις | ξεμούχλιασε | ||
γ' ενικ. | ξεμούχλιασε | θα ξεμουχλιάσει | να ξεμουχλιάσει | |||
α' πληθ. | ξεμουχλιάσαμε | θα ξεμουχλιάσουμε | να ξεμουχλιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμουχλιάσατε | θα ξεμουχλιάσετε | να ξεμουχλιάσετε | ξεμουχλιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμούχλιασαν ξεμουχλιάσαν(ε) |
θα ξεμουχλιάσουν(ε) | να ξεμουχλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμουχλιάσει | είχα ξεμουχλιάσει | θα έχω ξεμουχλιάσει | να έχω ξεμουχλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμουχλιάσει | είχες ξεμουχλιάσει | θα έχεις ξεμουχλιάσει | να έχεις ξεμουχλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμουχλιάσει | είχε ξεμουχλιάσει | θα έχει ξεμουχλιάσει | να έχει ξεμουχλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμουχλιάσει | είχαμε ξεμουχλιάσει | θα έχουμε ξεμουχλιάσει | να έχουμε ξεμουχλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμουχλιάσει | είχατε ξεμουχλιάσει | θα έχετε ξεμουχλιάσει | να έχετε ξεμουχλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμουχλιάσει | είχαν ξεμουχλιάσει | θα έχουν ξεμουχλιάσει | να έχουν ξεμουχλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμουχλιάζω
|