Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμουχλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμουχλιάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τη μούχλα από κάτι
  2. (μεταφορικά) αναζωογονούμαι, ξαναβρίσκω τη ζωντάνια μου


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία