Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουχλιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μουχλιασμέν
ος
η
μουχλιασμέν
η
το
μουχλιασμέν
ο
γενική
του
μουχλιασμέν
ου
της
μουχλιασμέν
ης
του
μουχλιασμέν
ου
αιτιατική
τον
μουχλιασμέν
ο
τη
μουχλιασμέν
η
το
μουχλιασμέν
ο
κλητική
μουχλιασμέν
ε
μουχλιασμέν
η
μουχλιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μουχλιασμέν
οι
οι
μουχλιασμέν
ες
τα
μουχλιασμέν
α
γενική
των
μουχλιασμέν
ων
των
μουχλιασμέν
ων
των
μουχλιασμέν
ων
αιτιατική
τους
μουχλιασμέν
ους
τις
μουχλιασμέν
ες
τα
μουχλιασμέν
α
κλητική
μουχλιασμέν
οι
μουχλιασμέν
ες
μουχλιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουχλιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μουχλιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
μουχλιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μουχλιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουχλιασμένος
αγγλικά
:
moldy
(en)
γαλλικά
:
moisi
(fr)
γερμανικά
:
verschimmelt
(de)
ιταλικά
:
ammuffito
(it)