αχαΐρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.xaˈi.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χα‐ΐ‐ρευ‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
αχαΐρευτος, -η, -ο
- (οικείο) αυτός που δεν έχει προκοπή, χαΐρι ο ανεπρόκοπος, ακαμάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αχαΐρευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας