απιθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απιθώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποθώνω < ἀποθέτω < αρχαία ελληνική ἀποτίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.piˈθo.no/
Ρήμα
επεξεργασίααπιθώνω, αόρ.: απίθωσα, παθ.φωνή: απιθώνομαι, π.αόρ.: απιθώθηκα, μτχ.π.π.: απιθωμένος
- (λαϊκότροπο) ακουμπάω, αφήνω, τοποθετώ κάτι κάτω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απιθώνω | απίθωνα | θα απιθώνω | να απιθώνω | απιθώνοντας | |
β' ενικ. | απιθώνεις | απίθωνες | θα απιθώνεις | να απιθώνεις | απίθωνε | |
γ' ενικ. | απιθώνει | απίθωνε | θα απιθώνει | να απιθώνει | ||
α' πληθ. | απιθώνουμε | απιθώναμε | θα απιθώνουμε | να απιθώνουμε | ||
β' πληθ. | απιθώνετε | απιθώνατε | θα απιθώνετε | να απιθώνετε | απιθώνετε | |
γ' πληθ. | απιθώνουν(ε) | απίθωναν απιθώναν(ε) |
θα απιθώνουν(ε) | να απιθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απίθωσα | θα απιθώσω | να απιθώσω | απιθώσει | ||
β' ενικ. | απίθωσες | θα απιθώσεις | να απιθώσεις | απίθωσε | ||
γ' ενικ. | απίθωσε | θα απιθώσει | να απιθώσει | |||
α' πληθ. | απιθώσαμε | θα απιθώσουμε | να απιθώσουμε | |||
β' πληθ. | απιθώσατε | θα απιθώσετε | να απιθώσετε | απιθώστε | ||
γ' πληθ. | απίθωσαν απιθώσαν(ε) |
θα απιθώσουν(ε) | να απιθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απιθώσει | είχα απιθώσει | θα έχω απιθώσει | να έχω απιθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απιθώσει | είχες απιθώσει | θα έχεις απιθώσει | να έχεις απιθώσει | έχε απιθωμένο | |
γ' ενικ. | έχει απιθώσει | είχε απιθώσει | θα έχει απιθώσει | να έχει απιθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απιθώσει | είχαμε απιθώσει | θα έχουμε απιθώσει | να έχουμε απιθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απιθώσει | είχατε απιθώσει | θα έχετε απιθώσει | να έχετε απιθώσει | έχετε απιθωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν απιθώσει | είχαν απιθώσει | θα έχουν απιθώσει | να έχουν απιθώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απιθωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απιθωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απιθωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απιθωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απιθώνομαι | απιθωνόμουν(α) | θα απιθώνομαι | να απιθώνομαι | ||
β' ενικ. | απιθώνεσαι | απιθωνόσουν(α) | θα απιθώνεσαι | να απιθώνεσαι | ||
γ' ενικ. | απιθώνεται | απιθωνόταν(ε) | θα απιθώνεται | να απιθώνεται | ||
α' πληθ. | απιθωνόμαστε | απιθωνόμαστε απιθωνόμασταν |
θα απιθωνόμαστε | να απιθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απιθώνεστε | απιθωνόσαστε απιθωνόσασταν |
θα απιθώνεστε | να απιθώνεστε | (απιθώνεστε) | |
γ' πληθ. | απιθώνονται | απιθώνονταν απιθωνόντουσαν |
θα απιθώνονται | να απιθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απιθώθηκα | θα απιθωθώ | να απιθωθώ | απιθωθεί | ||
β' ενικ. | απιθώθηκες | θα απιθωθείς | να απιθωθείς | απιθώσου | ||
γ' ενικ. | απιθώθηκε | θα απιθωθεί | να απιθωθεί | |||
α' πληθ. | απιθωθήκαμε | θα απιθωθούμε | να απιθωθούμε | |||
β' πληθ. | απιθωθήκατε | θα απιθωθείτε | να απιθωθείτε | απιθωθείτε | ||
γ' πληθ. | απιθώθηκαν απιθωθήκαν(ε) |
θα απιθωθούν(ε) | να απιθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απιθωθεί | είχα απιθωθεί | θα έχω απιθωθεί | να έχω απιθωθεί | απιθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απιθωθεί | είχες απιθωθεί | θα έχεις απιθωθεί | να έχεις απιθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απιθωθεί | είχε απιθωθεί | θα έχει απιθωθεί | να έχει απιθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απιθωθεί | είχαμε απιθωθεί | θα έχουμε απιθωθεί | να έχουμε απιθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απιθωθεί | είχατε απιθωθεί | θα έχετε απιθωθεί | να έχετε απιθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απιθωθεί | είχαν απιθωθεί | θα έχουν απιθωθεί | να έχουν απιθωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απιθωμένος - είμαστε, είστε, είναι απιθωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απιθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απιθωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απιθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απιθωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απιθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απιθωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία|}