τρουμπέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρουμπέτα < αγγλική trumpet < παλαιά γαλλική trompette, υποκοριστικό του trompe < φραγκική *trumpa / *trumba
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρουμπέτα θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του τρομπέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρουμπέτα
|